- ὑποκιστίς
- ὑποκιστίς, ίδος, ἡ,A hypocist, Cytinus Hypocisthis, Dsc.1.97 (v.l. -κισθίς), cf. Plin.HN26.49, Sor.1.50, Gal.8.114, 12.27.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑποκιστίς — hypocist fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποκιστίς — και ὑποκισθίς, ίδος, και ὑπόκιστις, ίστιδος, ἡ, Α παράσιτο φυτό που φύτρωνε στις ρίζες τού κίστου και τού οποίου ο χυμός χρησίμευε ως φάρμακο, ὀρόβηθρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κίστος / κίσθος, είδος φυτού + κατάλ. ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
ὑποκιστίδα — ὑποκιστίς hypocist fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκιστίδι — ὑποκιστίς hypocist fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκιστίδος — ὑποκιστίς hypocist fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορόβηθρον — ὀρόβηθρον, τὸ (Α) το φυτό υποκιστίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + επίθημα ηθρον (πρβλ. κόπ ηθρον, κόρηθρον)] … Dictionary of Greek